Homepage » Services » ELT&T Glossary » Testing Glossary » C » Competence testing

English Language - Testing Glossary - C

 

 

A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z |

Competence testing   Αξιολόγηση ικανοτήτων

A test which is used to measure test-takers’ acquired capability to understand and produce a certain level of foreign language, defined by phonological, lexical grammatical, sociolinguistic and discourse constituents.

In order to make test-takers’ competence measurable and visible, testers turn, out of necessity, to their actual performance which may indicate their competence.

 

Στόχος της εξέτασης είναι η μέτρηση της ικανότητας κατανόησης και παραγωγής σε συγκεκριμένο επίπεδο γλωσσομάθειας στην ξένη γλώσσα που ορίζεται από φωνολογικά, λεξιλογικά, γραμματικά, κοινωνιογλωσσικά συστατικά και συστατικά λόγου.

Για να μετρηθούν και να γίνουν ορατές οι ικανότητες των εξεταζόμενων, κρίνεται απαραίτητο οι εξεταστές να στραφούν στη διερεύνηση της γλωσσικής χρήσης, η οποία φανερώνει τις ικανότητες τους.

 

See also:

Achievement testing   Εξέταση εισαγωγής σε πρόγραμμα διδασκαλίας
Communicative testing   Αξιολόγηση επικοινωνιακών δεξιοτήτων
Diagnostic testing   Διαγνωστική αξιολόγηση
Integrative testing   Ολιστική αξιολόγηση
Performance testing   Αξιολόγηση γλωσσικής επιτέλεσης/ χρήσης
(Language) Proficiency testing
  Αξιολόγηση και πιστοποίηση της γλωσσομάθειας
Progress testing   Αξιολόγηση προόδου
Psychometric testing   Ψυχομετρική αξιολόγηση
Testing   Διαδικασία Αξιολόγησης με τη χρήση δοκιμασιών
Testing system   Σύστημα αξιολόγησης