English Language - Testing Glossary - D
![]() |
|
| A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z |
Diagnostic testing | «Διαφωτιστική» αξιολόγηση | |
A test which seeks to identify those areas in which a student needs further help. These tests can be fairly general, and show, for example, whether a student needs particular help with one of the four language skills; or they can be more specific, seeking to identify weaknesses in a student’s use of grammar. | Εξέταση που έχει ως στόχο τη διερεύνηση των περιοχών εκείνων στις οποίες ο μαθητής χρειάζεται περαιτέρω βοήθεια. Αυτές οι εξετάσεις μπορεί να είναι είτε αρκετά γενικές, φανερώνοντας για παράδειγμα εάν ένας μαθητής χρειάζεται ιδιαίτερη βοήθεια με μία από τις τέσσερις γλωσσικές δεξιότητες, είτε συγκεκριμένες, έχοντας ως στόχο την ανίχνευση πιθανών αδυναμιών του μαθητή στη δυνατότητα χρήσης των δομικών στοιχείων της γλώσσας. |
See also:
Achievement testing | Αξιολόγηση επίδοσης | |
Communicative testing | Αξιολόγηση επικοινωνιακών δεξιοτήτων | |
Competence testing | Αξιολόγηση ικανοτήτων | |
Integrative testing | Ολιστική αξιολόγηση | |
Performance testing | Αξιολόγηση γλωσσικής επιτέλεσης/ χρήσης | |
(Language) Proficiency testing | Αξιολόγηση και πιστοποίηση της γλωσσομάθειας | |
Progress testing | Αξιολόγηση προόδου | |
Psychometric testing | Ψυχομετρική αξιολόγηση | |
Testing | Διαδικασία Αξιολόγησης με τη χρήση δοκιμασιών | |
Testing system | Σύστημα αξιολόγησης |