English Language - Testing Glossary - F
![]() |
|
| A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z |
| Face validity | Φαινομενική εγκυρότητα | |
| The extent to which a test appears to candidates, or those choosing it on behalf of candidates to be an acceptable measure of the ability they wish to measure. This is a subjective judgment, rather one based on any objective analysis of the test, and face validity is often considered to be a true form of validity. | Το κατά πόσον μία εξέταση θεωρείται από τους υποψήφιους ή από αυτούς που την επιλέγουν εκ μέρους των υποψηφίων ένας αποδεκτός τρόπος για να αξιολογηθεί η ικανότητα στην οποία επιθυμούν να αξιολογηθούν. Πρόκειται περισσότερο για υποκειμενική κρίση, παρά για αντικειμενική ανάλυση της εξέτασης και θεωρείται συχνά η σωστή μορφή εγκυρότητας. |
See also:
| Construct validity | Κατασκευαστική εγκυρότητα | |
| Content validity | Εγκυρότητα περιεχομένου | |
| Empirical validity | Εμπειρική εγκυρότητα | |
| Predictive validity | Προγνωστική εγκυρότητα | |
| Validity | Εγκυρότητα |
