English Language - Testing Glossary - I
![]() |
|
| A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z |
Integrative testing | Ολιστική αξιολόγηση | |
A test which includes tasks that require an integration of different macro-skills and requires an integrated, facile performance on the part of the examinee. Less attention is paid to specific structure points or lexicon than to the total communicative effect of an utterance. | Η εξέταση που περιέχει εργασίες που απαιτούν την ένταξη διαφορετικών μακρο-δεξιοτήτων και απαιτεί μία ενιαία, εύκολη απόδοση εκ μέρους του εξεταζόμενου. Δίνεται περισσότερη προσοχή στο συνολικό επικοινωνιακό αποτέλεσμα ενός εκφωνήματος απ’ ό,τι σε συγκεκριμένα δομικά στοιχεία της γλώσσας ή του λεξιλογίου. |
See also:
Achievement testing | Αξιολόγηση επίδοσης | |
Communicative testing | Αξιολόγηση επικοινωνιακών δεξιοτήτων | |
Competence testing | Αξιολόγηση ικανοτήτων | |
Diagnostic testing | Διαγνωστική αξιολόγηση | |
Performance testing | Αξιολόγηση γλωσσικής επιτέλεσης/ χρήσης | |
(Language) Proficiency testing | Αξιολόγηση και πιστοποίηση της γλωσσομάθειας | |
Progress testing | Αξιολόγηση προόδου | |
Psychometric testing | Ψυχομετρική αξιολόγηση | |
Testing | Διαδικασία Αξιολόγησης με τη χρήση δοκιμασιών | |
Testing system | Σύστημα αξιολόγησης |