English Language - Testing Glossary - P
![]() |
|
| A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z |
Performance based assessment | Αξιολόγηση γλωσσικής επιτέλεσης | |
An approach to assessment that seeks to measure student learning based on how well the learner can perform on a practical real world task such as the ability to write an essay or carry out a conversation. | Η μέτρηση της μάθησης του μαθητή με αυτό τον τύπο αξιολόγησης βασίζεται στο πόσο καλά μπορεί ο μαθητής να αντεπεξέλθει σε μια πρακτική δοκιμασία (όπως το να γράψει μια έκθεση ή να διεξαγάγει μια συζήτηση). |
See also:
Assessment | Αξιολόγηση | |
Alternative assessment | Εναλλακτική αξιολόγηση | |
Assessment criteria | Κριτήρια αξιολόγησης | |
Continuous assessment | Διαμορφωτική αξιολόγηση | |
Formative assessment | Αθροιστική/τελική αξιολόγηση | |
Summative assessment | Αυτο-αξιολόγηση | |
Self-assessment | Αξιολόγηση προόδου | |
Peer assessment | Αξιολόγηση από τους συμμαθητές | |
Portfolio assessment | Αξιολόγηση βάσει φακέλου |