English Language - Testing Glossary - P
![]() |
|
| A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z |
Psychometric testing | Ψυχομετρική αξιολόγηση | |
A test aimed at measuring psychological traits such as personality, intelligence, aptitude, ability, knowledge, skills which makes specific assumptions about the nature of the ability tested (e.g. that it is unidimensional and normally distributed). It includes a lot of discrete point items. | Μια εξέταση που στοχεύει στη μέτρηση ψυχολογικών χαρακτηριστικών όπως η προσωπικότητα, η ευφυΐα, το ταλέντο, οι γνώσεις, οι δεξιότητες και η οποία κάνει συγκεκριμένες υποθέσεις σχετικά με τη φύση της ικανότητας που εξετάζεται (π.χ. το ότι αυτή είναι μονοδιάστατη και κανονικά κατανεμημένη). Περιέχει πολλές ξεχωριστές ερωτήσεις. |
See also:
Achievement testing | Αξιολόγηση επίδοσης | |
Communicative testing | Αξιολόγηση επικοινωνιακών δεξιοτήτων | |
Competence testing | Αξιολόγηση ικανοτήτων | |
Diagnostic testing | Διαγνωστική αξιολόγηση | |
Integrative testing | Ολιστική αξιολόγηση | |
Performance testing | Αξιολόγηση γλωσσικής επιτέλεσης/ χρήσης | |
(Language) Proficiency testing | Αξιολόγηση και πιστοποίηση της γλωσσομάθειας | |
Progress testing | Αξιολόγηση προόδου | |
Testing | Διαδικασία Αξιολόγησης με τη χρήση δοκιμασιών | |
Testing system | Σύστημα αξιολόγησης |